- φιλολακεδαιμόνιος
- φιλολακεδαιμόνιοςfond of the Lacedaemoniansmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλολακεδαιμόνιος — ον, Α αυτός που συμπαθεί τους Λακεδαιμονίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Λακεδαιμόνιος] … Dictionary of Greek